στρατευσίμους

στρατευσίμους
στρατεύσιμος
fit for military service
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατατάσσω — (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω) 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ 2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ 3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση νεοελλ. (για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω… …   Dictionary of Greek

  • στρατολογώ — στρατολογῶ, έω, ΝΜΑ συγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατό νεοελλ. μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + λογώ* (πρβλ. σταχυο λογώ)] …   Dictionary of Greek

  • επιλογή — η 1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα, ξεχώρισμα (των καλών βέβαια). 2. (βιολ.), η διάθεση και προσπάθεια που υπάρχει στα ζωικά και φυτικά όντα να διατηρούν τους πιο πρόσφορους για τη ζωή τους χαρακτήρες και να αποβάλλουν τους πιο απρόσφορους. 3. η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατολογώ — στρατολόγησα, στρατολογήθηκα, στρατολογημένος 1. συγκεντρώνω στρατεύσιμους, κατατάσσω στο στρατό: Στρατολόγησε υποχρεωτικά όλους όσους μπορούσαν να πάρουν όπλα. 2. συγκεντρώνω οπαδούς, συνεργούς κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”